- ῥᾳδίας
- ῥᾳδίᾱς , ῥᾴδιοςeasyfem acc plῥᾳδίᾱς , ῥᾴδιοςeasyfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδοχή — ἐπιδοχή, ἡ (Α) [επιδέχομαι] παραδοχή, αποδοχή νέας καταστάσεως («ῥᾳδίας ἔχουσι τῶν πολιτειῶν τὰς μεταβολὰς καὶ ἐπιδοχάς» εύκολα μεταβάλλουν και αποδέχονται ένα νέο καθεστώς, Θουκ.) … Dictionary of Greek
ράδιος — και ῥαίδιος και ῥάδιος, ία, ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, ίη, ον, Α 1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.) 2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.) 3. απερίσκεπτος,… … Dictionary of Greek